- υφαιρώ
- ὑφαιρῶ, -έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ]1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλουαρχ.1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ' ἄρ' ὑπὸ τρόμος εἷλε», Ομ. Ιλ.)2. εξάγω, αφαιρώ κάτι από την κάτω επιφάνεια ενός πράγματος («ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν», Ομ. Ιλ.)3. ελαττώνω κάτι σταδιακά4. (για γιατρό και σχετικά με θεραπευτική αγωγή) καταργώ5. μέσ. ὑφαιροῡμαι, -έομαια) καταλύω («καὶ τὴν δημοκρατίαν ἄρδην ἔλαθεν ὑφελόμενος», Αισχίν.)β) αποκρύπτω κάτι από κάποιον, τό κρατώ μυστικόγ) αποποιούμαι, απορρίπτωδ) ληστεύωε) μτφ. επωφελούμαι («τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως ὑφαιρούμενος», Αισχίν.)6. (ο ιων. τ. μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπαραιρημένοςαυτός που φονεύθηκε με απόλυτη μυστικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.